μακρόπνους

μακρόπνους
-ουν και μακρόπνοος, -η, -ο (Α μακρόπνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αναπνέει με βαθιά αναπνοή
2. αυτός που διαρκεί επί πολύ χρόνο, που έχει μεγάλη διάρκεια, μακρύς
νεοελλ.
1. αυτός που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να πραγματοποιηθεί («μακρόπνοο πρόγραμμα»)
2. μεγαλεπήβολος («μακρόπνοα σχέδια»)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μακρόπνους
αυτός που αναπνέει βαθιά
2. μτφ. πληκτικός, κουραστικός, ανιαρός («ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -πνους (< πνοή), πρβλ. δύσ-πνους, ευθύ-πνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακρόπνους — deep breathed masc/fem nom pl μακρόπνους deep breathed masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρόπνουν — μακρόπνους deep breathed masc/fem acc sg μακρόπνους deep breathed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακρόπνοος — η, ο βλ. μακρόπνους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”